- όροφος
- ο этаж
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὄροφος — reed used for thatching houses masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όροφος — ο (Α ὄροφος) νεοελλ. 1. τμήμα οικοδομής ανάμεσα σε δύο οροφές, το οποίο αποτελείται από σύνολο δωματίων και διαμερισμάτων που έχουν στο ίδιο επίπεδο το δάπεδο και στο ίδιο ύψος την οροφή τους, πάτωμα κτηρίου 2. καθένα από τα τμήματα συστήματα… … Dictionary of Greek
όροφος — ο οριζόντιο τμήμα μιας πολυκατοικίας, αλλ. πάτωμα: Μέγαρο με δέκα ορόφους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀρόφοιο — ὄροφος reed used for thatching houses masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρόφοις — ὄροφος reed used for thatching houses masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρόφοισι — ὄροφος reed used for thatching houses masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρόφοισιν — ὄροφος reed used for thatching houses masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρόφου — ὄροφος reed used for thatching houses masc gen sg ὀροφόω cover with a roof pres imperat act 2nd sg ὀροφόω cover with a roof imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρόφους — ὄροφος reed used for thatching houses masc acc pl ὀροφόω cover with a roof imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρόφων — ὄροφος reed used for thatching houses masc gen pl ὀροφόω cover with a roof imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὀροφόω cover with a roof imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρόφῳ — ὄροφος reed used for thatching houses masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)